- πρόσκαιρος
- -η, -ο, / πρόσκαιρος, -ον, ΝΑ1. αυτός που διαρκεί μικρό χρονικό διάστημα, προσωρινός (α. «πρόσκαιρη χαρά» β. «πρόσκαιρος ἡ τέρψις», Διον. Αλ.)2. παροδικός (α. «πρόσκαιρες ανησυχίες τής ψυχής τους», Παπαντ.β. «πρόσκαιροι θόρυβοι», Λουκ.)νεοελλ.φρ. α) «πρόσκαιρα δεσμά»(ποιν. κώδ.) ποινή στερητική τής ελευθερίας την οποία προέβλεπε ο παλαιός ποινικός νόμος για κακουργήματα και είχε διάρκεια από 10 έως 20 χρόνια και η οποία στον νέο ποινικό κώδικα αντικαταστάθηκε από την ποινή τής πρόσκαιρης κάθειρξηςβ) «πρόσκαιρη κάθειρξη»(νομ.) στερητική τής ελευθερίας ποινή που επιβάλλεται μόνο στα κακουργήματα και η οποία διαρκεί από 5 ως 20 χρόνιαγ) «πρόσκαιροι αστέρες»αστρον. αστέρες που παρουσιάζονται αιφνιδίως στο στερέωμα και οι οποίοι με την πάροδο τού χρόνου εξασθενούν ώσπου εξαφανίζονται τελείωςαρχ.1. αυτός που τελείται κατά τις περιστάσεις, ευκαιριακός («πρόσκαιρος ἑορτή», επιγρ.)2. επιπρόσθετος («τὰ δημόσια τέλη κανονικά τε καὶ πρόσκαιρα τούτων», επιγρ.)3. έγκαιρος4. επίκαιρος5. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ πρόσκαιρονα) χρονική προθεσμίαβ) προσωρινή, παροδική ευχαρίστηση που δεν διαρκεί πολύ6. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πρόσκαιραεκκλ. η επίγεια ζωή.επίρρ...προσκαίρως ΝΑ, και πρόσκαιρα Νκατά τρόπο πρόσκαιρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + καιρός (πρβλ. επί-καιρος)].
Dictionary of Greek. 2013.